Κάπου διάβαζα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το προηγούμενο διάστημα για το ποιο είναι το μεγαλύτερο μέγεθος βλακείας: Το να δηλώνει κανείς τον αδιάφορο για τον κορωνοϊό ή να διασπείρει fake news και να καπηλεύεται τις προβληματικές σχέσεις της χώρας μας σε τούτη τη συγκυρία με την Τουρκία, παίζοντας το παιχνίδι της γείτονος. Ομολογώ προβληματίστηκα. Πόσο ανεγκέφαλος πρέπει να είναι κανείς για να μην παίρνει μέτρα προφύλαξης και να στριμώχνεται στο μπαρ για ένα ποτό ή να συνωστίζεται άνευ λόγου και αιτίας, λες και η κανονικότητα έχει επιστρέψει στο χθες! Ή πόσο ανόητος είναι κανείς όταν ρίχνει νερό στον επιθετικό μύλο της Τουρκίας αναπαράγοντας ψευδείς ειδήσεις. Ή ακόμα – ακόμα, ψευδείς φωτογραφίες περί κατάληψης ελληνικού εδάφους στον Έβρο…
Κι εντάξει, μπορεί να πει κανείς ότι αυτά αποτελούν την καθημερινότητά μας και όλα εξαντλούνται στο δικαίωμα του καθενός να λέει το κοντό και το μακρύ του. Μέχρι που ήρθε να με… αποτελειώσει ένα κορίτσι 20 χρονών. Εργαζόμενη. Φοιτήτρια, που δουλεύει σε καφέ κοντά στην εργασία μου. «Τι πιστεύετε για τον κορωνοϊό»; Με ρωτάει σε μία προσπάθεια να κάνει πιο ανάλαφρη την αναμονή για την παραγγελία μου. «Όπως και η ισπανική γρίπη το 1918, όπως ο λιμός της Αθήνας στην αρχαιότητα, όπως η πανούκλα στον μεσαίωνα, θα ζει ανάμεσά μας για δυο χρόνια», προσπαθώ να καθησυχάσω την «μικρή», ο «σοφός». «Μπα», μου λέει, «επίτηδες το έκαναν οι ισχυροί για να μας ελέγχουν». Κι εκεί έμεινα ξερός. Πείστηκα απόλυτα ότι τελικά αυτός ο τόπος δεν έχει μέλλον κι όσοι ξέρουν λίγα δράμια γράμματα φεύγουν στο εξωτερικό. Κι έχουν δίκιο…