Ένας παράγοντας που μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες ατυχήματος στο δρόμο είναι η τήρηση των σωστών αποστάσεων από τα προπορευόμενα οχήματα. Όμως πόση είναι αυτή η απόσταση; Είναι πάντα ίδια ή αλλάζει ανάλογα με τις συνθήκες;
Η απόσταση από το προπορευόμενο όχημα πρέπει να είναι πάντα τόση ώστε να μπορούμε να σταματήσουμε εγκαίρως σε κάποιο έκτακτο ενδεχόμενο.
Σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης είναι η ταχύτητα με την οποία κινούμαστε. Τα μέτρα που χρειαζόμαστε για να ακινητοποιηθούμε είναι περισσότερα, όσο πιο μεγάλη είναι η ταχύτητα κίνησης.
Επιπλέον, πρέπει να υπολογίζουμε και το χρόνο αντίδρασης του οδηγού. Δηλαδή το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που θα προκύψει κάτι έκτακτο, μέχρι ο οδηγός να το αντιληφθεί και να πράξει ανάλογα. Συνήθως αυτό το χρονικό διάστημα είναι ένα δευτερόλεπτο.
Έτσι, ας δούμε μερικά παραδείγματα. όταν κινούμαστε με 30 χλμ./ώρα, μέχρι να αντιδράσουμε έχουμε διανύσει 6 μέτρα, ενώ το αυτοκίνητο χρειάζεται ακόμα 4 για να σταματήσει. Οπότε η ελάχιστη απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο πρέπει να είναι 10 μέτρα.
Διπλασιάζοντας την ταχύτητα, τα μεγέθη αυξάνονται δυσανάλογα.
Στα 60 χλμ./ώρα, λοιπόν, μέχρι να αντιδράσουμε έχουμε καλύψει 12 μέτρα, όμως η απόσταση ακινητοποίησης είναι 18 μέτρα. Οπότε, πρέπει συνολικά να αφήσουμε κενό 30 μέτρων από το προπορευόμενο.
Τέλος, στα 100 χλμ./ώρα στο ένα δευτερόλεπτο καλύπτουμε 19 μέτρα και η απόσταση ακινητοποίησης είναι 49 μέτρα. Σύνολο 68 μέτρα. Αυτή είναι η απόσταση που πρέπει να μεσολαβεί κατ’ ελάχιστον ανάμεσα σε εμάς και το αυτοκίνητο που προπορεύεται.
Ένας εύκολος και εμπειρικός τρόπος να υπολογίσουμε τη σωστή απόσταση είναι να βρισκόμαστε πάντα δύο δευτερόλεπτα μακριά. Χρησιμοποιώντας ένα σταθερό σημείο (π.χ. μια κολώνα), όταν το όχημα που βρίσκεται μπροστά μας περάσει από εκεί ξεκινάμε να μετράμε τους αριθμούς 1001, 1002. Κάθε φορά που λέμε έναν αριθμό, έχει περάσει ένα δευτερόλεπτο.
Τέλος, οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν τα δεδομένα. Έτσι, στη βροχή αφήνουμε τη διπλάσια απόσταση και στο χιόνι ή τον πάγο την τετραπλάσια.