Στο τσιπουράδικο στον Βόλο καθόμουν μόνος μου. Έφτασα πιο νωρίς και περίμενα την παρέα μου. Ευκαιρία να «σφίξω» κάνα δυο, που λένε και στο χωριό μου, μέχρι να καταφτάσουν οι υπόλοιποι.
Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις της αναμονής, η προσφιλής συνήθεια είναι να στήσεις αυτί και να δεις τι παίζει στα διπλανά τραπέζια.
Αχόρταγο το αυτί, ειδικά του δημοσιογράφου, σαν την ύαινα που πέφτει με μανία πάνω στο θύματά της. Εντάξει, με διακριτικότητα, δεν λέω. Και πράγματι, τα θύματα ήταν μια παρέα, άνδρες και γυναίκες, εκ των οποίων ένας άνδρας ήταν αυτός που φωνασκούσε, έκανε χειρονομίες, γελούσε έντονα, χαλούσε τον κόσμο, για να πληροφορηθώ ότι η παρέα βρισκόταν εκεί από τις 2 το μεσημέρι.
Δεν χρειάζεται να σας πως ότι άρτι αφιχθείς ο γράφων από την Αθήνα, περί την 8η βραδινήν, είπε να απολαύσει ένα «με» (γλυκάνισο) και αλίπαστα με ξιδάτο χταπόδι στη γάστρα…
Και ο φωνασκών άρχισε να θυμάται το παρελθόν. Τύπου, ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια.
Στρέφεται στη γυναίκα του, μία τροφαντή κοπελοκυρία με λευκό δέρμα και πολλές καδένες σε χέρια και λαιμό, «θυμάσαι τότε που είχαμε κατέβει για δειγματισμό στην Αθήνα;».
Υπέθεσα ότι ο άνθρωπος θα επαγγελλόταν βιοτέχνης – υφασματέμπορας. «Τότε λες, που είχαμε παρκάρει στο Κολωνάκι και μας βούτηξαν από το αμάξι 2 εκατομμύρια δραχμές;».
Και όλη η παρέα ξεκαρδίζεται. Για να έρθει η αφοπλιστική συνέχεια και σαν προφητεία του Ταλμούδ να επιβεβαιώσει το αθάνατο ρητό του Θεόδωρου Πάγκαλου, «μαζί τα φάγαμε». «Ναι», προσθέτει η σύζυγος, «που μετά πήγαμε στα μπουζούκια και πήγες να καθίσεις στην καρέκλα μετά το τσιφτετέλι και σου σκίστηκε το παντελόνι»…
Θεώρησα εντελώς ανούσια τη σκέψη ότι όταν σου ανοίγουν το αυτοκίνητο και σου κλέβουν 2 εκατομμύρια δραχμές, ή 6 χιλιάδες ευρώ με τα σημερινά δεδομένα, προφανώς και δεν έχεις όρεξη όχι απλώς για μπουζούκια, αλλά ούτε και για να χαζέψεις TV…