Οι ώριμες και οι μη ώριμες αγορές δείχνουν τις αποκλίνουσες τάσεις που θα διαμορφώσουν τις λειτουργικές επιδόσεις για τις εταιρείες το 2023.
Η γεωγραφία της παγκόσμιας αγοράς αυτοκινήτου δεν ήταν ποτέ πιο σημαντική – εκ πρώτης όψεως – από την παρούσα περίοδο.
Εταιρείες όπως πχ, η Volkswagen έχουν επωφεληθεί από τις ισχυρότερες πωλήσεις στην Κίνα (αν και οι επιπτώσεις της πολιτικής Covid-19 στη δημόσια υγεία αποτελούν σημαντικό κίνδυνο εκεί). Άλλες (κυρίως, ιαπωνικές εταιρίες) έχουν αυξήσει τον όγκο των πωλήσεων σε διάφορες ασιατικές αγορές, ειδικά στη νοτιοανατολική Ασία των μεγάλων πληθυσμών.
Ωστόσο, τα προβλήματα της περιορισμένης προσφοράς παραμένουν ένα ζήτημα σε παραδοσιακές αγορές όπως η Βόρεια Αμερική και η Δυτική Ευρώπη. Επιπλέον, η συνολική πτώση στην παγκόσμια πίτα των πωλήσεων παραμένει μεγάλη, με την παγκόσμια αγορά του 2022 να βρίσκεται κάτω από τα 82 εκατομμύρια και περίπου 14% κάτω από το ανώτατο όριο του 2017, όταν φαινόταν να οδεύει σταθερά κάποια στιγμή προς τα 100 εκατομμύρια ετησίως.
Πιθανή κάποια «εξομάλυνση»
Υπάρχουν ενδείξεις, ωστόσο, ότι τα χειρότερα από τις ελλείψεις ημιαγωγών είναι πια πίσω μας, με προοπτική σταδιακής χαλάρωσης. Ένα πλεονέκτημα των εφεδρικών παραγγελιών είναι ότι η δραστηριότητα στα εργοστάσια μπορεί να «εξομαλυνθεί», ακριβώς επειδή η έμφαση δίδεται σε ευρύτερες ανησυχίες για τη ζήτηση και την επιβράδυνση των οικονομιών λόγω ενός τοξικού συνδυασμού αυξανόμενων τιμών ενέργειας, χαμηλότερου εισοδήματος των νοικοκυριών, υψηλότερων επιτοκίων και σημαντικών συνεχιζόμενων γεωπολιτικών ανησυχιών (όλα αυτά φαίνεται ότι θα είναι μαζί μας το 2023).
Οι προοπτικές ζήτησης σε αυτό το στάδιο σε έναν σχετικά γνωστό βιομηχανικό κύκλο είναι απογοητευτικά αδύναμες. Η πιο πρόσφατη πρόβλεψη της LMC Automotive για το 2023 είναι για μια παγκόσμια αγορά οχημάτων (πλην φορτηγών) 84,4 εκατομμυρίων, μικρή βελτίωση σε μια ήδη εξαντλημένη βάση.
Το μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: Θα πρέπει οι εταιρείες να κάνουν σημαντικές αλλαγές στα παγκόσμια κατασκευαστικά τους αποτυπώματα; Στην πραγματικότητα δεν έχει συμβεί ακόμα, αλλά η πτώση των όγκων από το 2019 είναι μεγάλη και η ταλαιπωρία με το μείγμα μοντέλων έχει τα όριά της καθώς η ζήτηση εξασθενεί. Οι κατασκευαστές θα είναι απρόθυμοι να δράσουν, αλλά οι πιέσεις θα αυξηθούν το νέο έτος, ειδικά εάν αρχίσουν να αυξάνονται οι κίνδυνοι για τις προοπτικές του 2024. Εάν συνεχιστούν οι αποκλίνουσες τάσεις στην παγκόσμια αγορά, οι ώριμες αγορές θα είναι αυτές που θα αισθάνονται περισσότερο τις πιέσεις.
Στο παρασκήνιο, οι τάσεις προς περισσότερο αυτοματισμό και εργοστάσια που απαιτούν λιγότερους εργαζομένους για τη συναρμολόγηση ηλεκτρικών οχημάτων θα προσθέσουν στη γενική αίσθηση ότι έρχεται μια ανατροπή. Κανείς δεν θέλει, τελικά, να μείνει καθυστερημένος στην προσαρμογή – ο «πόνος» θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος εάν υπάρχει συνολικά ανταγωνιστική απώλεια πέρα από μια κλαδική.
Αισιοδοξία για την Ευρώπη
Το 2023 πρόκειται να είναι άλλη μια χρονιά κατά την οποία όλοι αντιμετωπίζουμε σημαντικές προκλήσεις.
Ένας στους οκτώ ή το 12,5% των πωλήσεων οχημάτων, παγκοσμίως, το 2023 θα είναι ηλεκτρικά (BEV), ενώ η ηλεκτροκίνητη με την ευρύτερη έννοια αγορά, από ήπια υβριδικά έως αμιγώς ηλεκτρικά, θα ξεπεράσει το 30% της ζήτησης ή περισσότερες από 26 εκατομμύρια πωλήσεις συνολικά. Η υποτονική ανάπτυξη ηλεκτρικών της Ευρώπης, που αναμένεται να είναι μόλις 20% σε ετήσια βάση το 2022, θα επιταχυνθεί στο 50% το 2023, καθώς η κρίση των τσιπ υποχωρεί, αν και αυτό θα συνεχίσει να επηρεάζει τη διαθεσιμότητα των οχημάτων μέχρι το 2023, πιθανώς και μετά.
Αντίθετα, η ανάπτυξη ηλεκτρικής ενέργειας μπαταρίας της Κίνας θα μετριαστεί το 2023 μετά από μια μετεωρική άνοδο το 2022 άνω του 100% σε ετήσια βάση. Η επιβράδυνση της οικονομίας και οι αναπόφευκτες αυξήσεις των τιμών λιανικής θα μειώσουν τη ζήτηση ηλεκτρικών και plug-in υβριδικών (PHEV) της Κίνας, αν και θα προστεθεί μεγάλος όγκος. Οι πωλήσεις ηλεκτρικών στη Βόρεια Αμερική θα ξεπεράσουν το επίπεδο του 1 εκατομμυρίου μονάδων το 2023 με 1,3 εκατομμύρια αμιγώς ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ελαφρά φορτηγά προς παράδοση.
Το σημείο στο οποίο τα ηλεκτρικά μαζικής κατανάλωσης μπορούν να επιτύχουν ισοτιμία με τα έχοντα θερμικούς κινητήρες ή τα υβριδικά, από την άποψη της παραγωγής, απομακρύνεται από τα μέσα της δεκαετίας, πιθανώς στα τέλη της δεκαετίας, ως αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων υψηλών τιμών για τις πρώτες ύλες μπαταριών, ιδίως το λίθιο. Πολλά προγράμματα κρατικής υποστήριξης για plug-in στοχεύουν στο να είναι τα οχήματα αυτά ανταγωνιστικά ως προς το κόστος μέσα σε λίγα χρόνια και ορισμένα έχουν, πλέον, μειωθεί. Επιπλέον, οι φόροι στα ηλεκτρικά θα αρχίσουν να μπαίνουν, κάποια στιγμή, για να αντισταθμίσουν τα χαμένα έσοδα από την πτώση των πωλήσεων συμβατικών με ορυκτά καύσιμα. Και στην Ευρώπη, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, επομένως και το κόστος χρέωσης ηλεκτρικών έχουν αυξηθεί σημαντικά. Όλα αυτά, καθώς και η οικονομική ύφεση σε πολλές αγορές, μπορεί να μειώσει τη ζήτησή τους.
Ερώτημα η κινεζική εξάπλωση
Ορισμένοι κινέζοι παραγωγοί ηλεκτρικών είναι αποδεκτό πως βρίσκονται αρκετά χρόνια μπροστά από τις ώριμες μάρκες της αγοράς στον χώρο των plug-in οχημάτων, ιδιαίτερα ως προς την ικανότητά τους να προσφέρουν πολύ ανταγωνιστικές τιμές. Πριν από λίγο καιρό, αυτό ήρθε χέρι-χέρι με συμβιβασμούς στη σχεδίαση, την απόδοση ή την ασφάλεια. Σήμερα, υπάρχει μια σειρά από κινεζικά που έχουν απήχηση στους Ευρωπαίους, Ασιάτες και Αμερικανούς αγοραστές. Μπορούν να ανταγωνιστούν το σχεδιασμό, την απόδοση, την αντοχή και την ασφάλεια, ενώ προσφέρουν και ανταγωνιστικές τιμές. Ενδέχεται, ακόμη, να είναι διαθέσιμα με κορυφαία προηγμένη τεχνολογία και λειτουργίες όπως η εναλλαγή μπαταριών. Μέχρι στιγμής οι κινεζικές μάρκες έχουν κατακτήσει μόλις το 4% της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικών, αλλά αναμένουμε να δούμε αυτό το ποσοστό να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια.
Τέλος, η συνολική χαμένη παραγωγή στον διεθνή κλάδο του αυτοκινήτου, το 2022, είναι πιθανό να πλησιάσει τα 7 εκατομμύρια μονάδες, με έως και 1,7 εκατομμύρια μονάδες από αυτήν να προκαλούνται από τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Για το 2023, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η χαμένη παραγωγή θα μειωθεί πολύ περισσότερο, ειδικά στο δεύτερο μέρος του έτους. Ωστόσο, αυτό θα είναι εν μέρει το αποτέλεσμα της πτώσης της ζήτησης στο πλαίσιο της έναρξης μιας ευρείας ύφεσης που προκλήθηκε από τον υψηλό πληθωρισμό, την αύξηση των επιτοκίων και το επακόλουθο πλήγμα στις καταναλωτικές δαπάνες. Η χρονιά πιθανότατα θα ξεκινήσει απογοητευτικά από πλευράς πωλήσεων και παραγωγής, ειδικά στις περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής που επηρεάζονται περισσότερο…
Διαβάστε ακόμα: