Ήταν 26 Ιουνίου του 2019, όταν σε μια δημοσιογραφική παρουσίαση στην Ελλάδα, επιβιβαστήκαμε μαζί στο ίδιο αυτοκίνητο. Αρχικά ένας τυπικός διάλογος ανάμεσα μας. Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνό μου και επειδή ήταν επείγον σου ζήτησα να οδηγήσεις εσύ πρώτη.
Όταν τελείωσα με ρώτησες πολύ διακριτικά για την εξέταση που ρωτούσα το γιατρό. Τα πρώτα δευτερόλεπτα δεν κατάλαβα. Σαστισμένος προσπαθούσα να καταλάβω τι ήθελες να μάθεις. Μου εξήγησες ότι πρόκειται να κάνεις και εσύ την ίδια εξέταση.
Για ποιο λόγο σε ρώτησα και τότε μου είπες ψύχραιμη, ότι είχες ήδη δώσει την πρώτη σου μάχη, μετά από ένα χειρουργείο, ότι πήγε καλά, αλλά υπήρχε μια ανησυχία για ένα νέο εύρημα. Σε κοιτούσα σχεδόν με αφέλεια, που εκείνη τη στιγμή ίσως να έμοιαζε με δυσπιστία, και σε ρωτούσα, «δηλαδή έχεις κάνει και θεραπείες;», «τα μαλλιά σου πώς δεν έπεσαν;». Η εξωτερική σου εικόνα σε καμία περίπτωση δε μαρτυρούσε αυτό που είχε βιώσει το σώμα σου. Λίγες ώρες αργότερα κατάλαβα γιατί συνέβαινε αυτό.
«Μην ανησυχείς για το μπαμπά σου, είναι ιάσιμη αυτή η μορφή», «μην τον πιέζεις αν δε θέλει να ακολουθήσει κάποια οδηγία» μου έλεγες. Και πάντα μετά, κάθε φορά όταν συναντιόμασταν, το πρώτο πράγμα που με ρωτούσες ήταν «τι κάνει ο μπαμπάς;».
Μου περιέγραφες την περιπέτεια σου, αλλά δεν ήσουν σκυθρωπή, ούτε λυπημένη. Παράλληλα αναζητούσες το ιδανικό σημείο για να φωτογραφήσουμε το αυτοκίνητο. Το βάλαμε τελικά μέσα σε μια λίμνη από λάσπη, κάπου εκεί πάνω στα βουνά της Αττικής. Άνοιξες την πόρτα, σηκώθηκες όρθια και πόζαρες χαμογελαστή, ενώ εγώ την ώρα που τραβούσα τη φωτογραφία αναρωτιόμουν πως γίνεται να έχεις ανεβασμένη ψυχολογία.
«Δε θέλω να με λυπούνται» μου τόνισες κάποια στιγμή στη συνέχεια της διαδρομής μας. «Μου έχουν μείνει να ζήσω 4, 5, 10 χρόνια, θέλω να τα ζήσω καλά, να τα ευχαριστηθώ». «Τελείωνα τη χημειοθεραπεία, ήμουν χάλια, αλλά έβγαινα μετά για ποτό», «δε θα το αφήσω να μου χαλάσει τη ζωή» και πράγματι τα κατάφερες.
«Θα το αντιμετωπίζουμε πλέον ως ένα χρόνιο νόσημα» μου απάντησες όταν μετά από λίγο καιρό σε συνάντησα στην έκθεση αυτοκινήτου και σε ρώτησα, χωρίς να καταφέρω να κρύψω την αγωνία μου, «πώς πας»; Είχες μάθει για τις μεταστάσεις και είχες ξεκινήσει νέο κύκλο θεραπείας. «Άντε πάμε, ξεκινάει η παρουσίαση» είπες, και προχώρησες χαμογελαστή, όπως πάντα.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά και μη στεναχωριέσαι, όλα καλά θα πάνε». Αυτή την αυθόρμητη κίνηση και τα λόγια σου θυμήθηκα πιο έντονα σήμερα στο άκουσμα της τραγικής είδησης. Να σου εξομολογηθώ τώρα, ότι ποτέ δεν πίστεψα πως θα πάνε καλά τα πράγματα. Και όντως δεν πήγαν για τον πατέρα μου. Τελικά όμως δεν έχει αυτό σημασία, αλλά ο απολογισμός στο τέλος της ζωής. Ο δικός σου σίγουρα ήταν θετικός.
Καλό παράδεισο