Μετά από έναν ανέλπιστα ανατρεπτικό αγώνα, ο Γκασλί ήταν ο νικητής του Γκραν Πρι Ιταλίας για το 2020, που έγινε στη Μόντσα. Μαζί του στο βάθρο ανέβηκαν οι Σάινθ (στη δεύτερη θέση) και Στρολ (στην τρίτη θέση).
Βλέποντας τη συνολική παρουσία των τριών οδηγών στο ιταλικό podium, μας δημιουργήθηκαν μερικές σκέψεις, τις οποίες θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας.
Όμως πρώτα ας αναφέρουμε μερικά στατιστικά.
Κοινό στοιχείο ανάμεσα στους τρεις οδηγούς ήταν ότι στη Μόντσα βρέθηκαν για δεύτερη φορά στο βάθρο.
Η πρώτη φορά για τον Γκασλί ήταν στο Γκραν Πρι Βραζιλίας το 2019, μετά από μια φοβερή μάχη στα τελευταία μέτρα, προκειμένου να υπερασπιστεί τη θέση του απέναντι στον Χάμιλτον.
Στον ίδιο αγώνα ήρθε το πρώτο βάθρο και για τον Σάινθ. Ο Ισπανός είχε τερματίσει τέταρτος, όμως μια ποινή που δέχτηκε ο Χάμιλτον, λόγω της επαφής που είχε με τον Άλμπον λίγους γύρους πριν το τέλος, είχε ως αποτέλεσμα ο οδηγός της McLaren να πάρει το πρώτο του τρόπαιο. Ωστόσο, ήταν η πρώτη που γεύτηκε τη σαμπάνια, καθώς τότε η απόφαση είχε εκδοθεί μετά την απονομή, οπότε στο βάθρο είχε ανέβει ο Βρετανός.
Όσον αφορά τον Στρολ, το πρώτο του βάθρο είχε έρθει το 2017, στον πρώτο αγώνα που είχε γίνει στο Αζερμπαϊτζάν. Η ονομασία του αγώνα ήταν ευρωπαϊκό Γκραν Πρι και ο Καναδός τότε αγωνιζόταν με τη Williams. Εκείνος ήταν μόλις ο όγδοος αγώνας του στη Formula 1.
Η ύπαρξη στο βάθρο τριών οδηγών οι οποίοι δεν έχουν συνηθίσει να βρίσκονται εκεί, είχε πολλαπλό ενδιαφέρον.
Παρακολουθώντας, λοιπόν, τους τρεις νεαρούς οδηγούς και έχοντας υπόψιν τα παραπάνω στατιστικά. δεν μπορούσαμε παρά να σκεφτούμε τα παρακάτω.
Όταν κάποιος οδηγός βρίσκεται στο βάθρο σχεδόν σε κάθε αγώνα, όπως ο Χάμιλτον, ο Μπότας ή ο Φερστάπεν, σίγουρα χαίρεται για το επίτευγμά του, όμως ως ένα βαθμό το συνηθίζει και είναι λιγότερο ενθουσιώδης. Όμως όταν έχουμε περιπτώσεις όπως των Γκασλί, Σάινθ και Στρολ, τότε μπορούμε να δούμε ότι το παιχνίδι με τις σαμπάνιες είναι πιο έντονο, πιο ζωηρό.΄Επίσης, επειδή αυτοί οι οδηγοί δε μάχονται για τον τίτλο του πρωταθλητή, είναι πιο ανοιχτοί στο να “παίξουν” μεταξύ τους και να βρέξουν ο ένας τον άλλον. Αντίθετα, με τους “συνήθεις υπόπτους” αυτό πολλές φορές δε συμβαίνει, αλλά τους βλέπουμε συχνά να ασχολούνται μόνο με τα άτομα που ανήκουν στην ομάδα τους.
Επιπλέον, παρατηρήσαμε το εξής. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για οδηγούς διαφορετικών ομάδων, όταν το παιχνίδι τελείωσε κάθισαν και συζήτησαν σα να μην τους παρακολουθεί κανείς. Σα να επρόκειτο για τρεις φίλους που είχαν βγει για έναν καφέ, αν και εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στο βάθρο των νικητών ενός από τους πιο εμβληματικούς και ιστορικούς αγώνες της Formula 1. Αυτές είναι οι εικόνες που μας αρέσει να βλέπουμε. Τους οδηγούς να μάχονται ρόδα με ρόδα όταν είναι στην πίστα, αλλά να μην υπάρχουν έχθρες ανάμεσά τους όταν βγαίνουν από τα κόκπιτ.
Αυτοί οι οδηγοί και οι υπόλοιποι νεαρής ηλικίας όπως ο Λεκλέρκ, ο Νόρις, ο Ράσελ και ο Οκόν μεταξύ άλλων, είναι εκείνοι που θα πρωταγωνιστούν τα επόμενα χρόνια στο αγαπημένο μας άθλημα. Ελπίζουμε να συνεχίσουν με τον ίδιο ενθουσιασμό και χωρίς να χαλάσει το πολύ καλό κλίμα που υπάρχει μεταξύ τους.
Είμαστε τυχεροί, γιατί βιώνουμε μια εποχή στην οποία υπάρχουν πολλά ταλέντα στη Formula 1, όπως οι οδηγοί που αναφέραμε, όμως το στοιχείο που κάνει λίγο πιο όμορφα τα πράγματα, είναι ότι σχεδόν όλοι έχουν από καλές, έως φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Σίγουρα η ίντριγκα δημιουργεί θέματα συζήτησης, όμως ο γράφων προτιμά να βλέπει εικόνες όπως του Σάινθ και του Νόρις. Οι δύο οδηγοί της McLaren πανηγύρισαν μαζί τη δεύτερη θέση του Ισπανού, μετά τη λήξη του Γκραν Πρι, κάνοντας αστεία και πειράζοντας ο ένας τον άλλον.
Αντίθετα, εικόνες όπως εκείνες που είδαμε ανάμεσα σε Χάμιλτον-Ρόσμπεργκ, Σέννα-Προστ και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημιουργούν οπαδισμούς και να διχάζουν το κοινό της Formula 1 σε υποστηρικτές του ενός ή του άλλου οδηγού. Και αυτό είναι κάτι που δε θέλουμε να συμβαίνει.