Το πρώτο Γκραν Πρι Τοσκάνης, ο αγώνας με τον οποίο τα μονοθέσια της Formula 1 αγωνίστηκαν για πρώτη φορά στην πίστα του Mugello και με τον οποίο η Ferrari γιόρτασε 1.000 συμμετοχές στην κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού, επρόκειτο να είναι γεμάτος απρόοπτα. Ενδεικτικά, στους 59 γύρους του είδαμε να εμφανίζεται 3 φορές το αυτοκίνητο ασφαλείας και να βγαίνει δύο φορές κόκκινη σημαία, δηλαδή να διακόπτεται ο αγώνας.
Ας δούμε όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τον αγώνα του Mugello.
Στις 16:10, ώρα Ελλάδας έσβησαν τα κόκκινα φώτα και δευτερόλεπτα αργότερα επικράτησε το χάος.
Μεταξύ των δύο Mercedes καλύτερη εκκίνηση έκανε ο Μπότας παίρνοντας την πρωτοπορία, ενώ τις συνθήκες εκμεταλλεύτηκε ο Λεκλέρκ, ανεβαίνοντας στην τρίτη θέση. Βγαίνοντας από την πρώτη στροφή ο Γκασλί ακούμπησε με την Alfa Romeo του Ραϊκόνεν και τη Haas του Γκροζάν. Αποτέλεσμα αυτών ήταν ο οδηγός της AlphaTauri να βγει εκτός πίστας. Ταυτόχρονα, ο Φινλανδός έπεσε πάνω στον Φερστάπεν, ο οποίος δεν είχε εκκινήσει καλά λόγω προβλήματος με την ισχύ του κινητήρα και είχε χάσει πολλές θέσεις. Από την αλληλουχία επαφών και εξόδων, οι μεγάλοι χαμένοι ήταν οι Φερστάπεν και Γκασλί, καθώς εγκατέλειψαν μόλις λίγα μέτρα μετά την εκκίνηση.
Όμως δεν ήταν οι μόνοι που είχαν επαφή. Στις πιο μπροστά θέσεις ο Στρολ ακούμπησε τη McLaren του Σάινθ. Το βρετανικό μονοθέσιο έκανε σχεδόν μία πλήρη περιστροφή και βρέθηκε ακινητοποιημένο κάθετα στην αγωνιστική διαδρομή. Οι περισσότεροι από όσους ακολουθούσαν κατάφεραν να αποφύγουν τα χειρότερα, όμως όχι ο Φέτελ. Βέβαια ο Γερμανός μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του τυχερό για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η ζημιά που έπαθε το μονοθέσιό του ήταν μόνο ένα σπάσιμο στην μπροστά αεροτομή, οπότε μπήκε στα pits και την άλλαξε. Ο δεύτερος είναι ότι αμέσως βγήκε αυτοκίνητο ασφαλείας, οπότε δεν έχασε πολύ χρόνο.
Στο τέλος του έκτου γύρου το αυτοκίνητο ασφαλείας έφυγε, όμως λίγα δευτερόλεπτα αργότερα επανήλθε, καθώς οι Λατιφί, Τζιοβινάτσι, Σάινθ και Μάγκνουσεν είχαν σφοδρή σύγκρουση, με τους τέσσερις οδηγούς να καταλήγουν εκτός αγώνα.
Η αρχή έγινε όταν ο Τζιοβινάτσι έπεσε πάνω στον Μάγκνουσεν. Ο Δανός κινούνταν πολύ αργά, όμως η αιτία γι’ αυτό ήταν ότι ο Μπότας που βρισκόταν στην πρώτη θέση δεν επιτάχυνε παρά όταν έφτασε στη γραμμή εκκίνησης/τερματισμού. Όμως, οι πιο πίσω οδηγοί δεν μπορούσαν να το δουν αυτό και είχαν αρχίσει να επιταχύνουν. Χτυπώντας οι Τζιοβινάτσι και Μάγκνουσεν, τα μονοθέσιά τους βρέθηκαν εκτός ελέγχου και στην τρελή πορεία που ακολούθησαν, προκάλεσαν ένα δεύτερο κύμα συγκρούσεων, αυτή τη φορά με τους Σάινθ και Λατιφί.
Ωστόσο, ο αγώνας συνεχίστηκε πίσω από το αυτοκίνητο ασφαλείας μόνο μέχρι τον γύρο 8. Σε εκείνο το σημείο οι αγωνοδίκες αποφάσισαν ότι έπρεπε να βγει κόκκινη σημαία, ώστε να απομακρυνθούν τα τρακαρισμένα μονοθέσια και να καθαριστεί η πίστα από τα πάρα πολλά συντρίμμια.
Έτσι, τα μονοθέσια μπήκαν στο pit lane, όπου παρατάχθηκαν περιμένοντας πότε θα γίνει η επανεκκίνηση, η οποία λίγο μετά αποφασίστηκε ότι θα γινόταν στις 16:55. Από αυτή έμελλε να απουσιάζει ο Οκόν, ο οποίος η Renault ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τον αγώνα, λόγω προβλήματος υπερθέρμανσης στα πίσω φρένα του.
Στις 16:55 τα μονοθέσια βγήκαν από το pit lane πίσω από το αυτοκίνητο ασφαλείας. Έκαναν έναν γύρο σχηματισμού και πήραν τις θέσεις τους στην ευθεία εκκίνησης/τερματισμού, για τη δεύτερη εκκίνηση του αγώνα στο Mugello.
Η σειρά με την οποία κατατάχθηκαν τα μονοθέσια για την επανεκκίνηση ήταν η ακόλουθη. Μπότας, Χάμιλτον, Λεκλέρκ, Άλμπον, Στρολ, Ρικιάρντο, Πέρες, Νόρις, Κβίατ, Ράσελ, Ραϊκόνεν, Φέτελ, Γκροζάν.
Όταν έσβησαν τα πέντε κόκκινα φώτα ο Μπότας έφυγε καλά διατηρώντας αρχικά τη θέση του. Ωστόσο, ο Χάμιλτον μετακινήθηκε αμέσως πίσω του, εκμεταλλεύτηκε το slipstreaming και κατάφερε να τον προσπεράσει πριν την πρώτη στροφή.
Ο Βρετανός άνοιξε σύντομα τη διαφορά του στα 2 δευτερόλεπτα, κάνοντας στη συνέχεια διαχείριση, ώστε να τη διατηρεί γύρω από αυτή την τιμή. Πιο πίσω ο Λεκλέρκ κράτησε την τρίτη θέση.
Ωστόσο, στον 18ο γύρο ο Στρολ κατάφερε να τον προσπεράσει και να ανέβει στην τρίτη θέση, την ίδια που κατέκτησε και στη Μόντσα.
Η πτωτική πορεία του Λεκλέρκ συνεχίστηκε, καθώς ακριβώς ένα γύρο αργότερα τον προσπέρασε και ο Ρικιάρντο. Έτσι, ο Μονεγάσκος έπεσε στην πέμπτη θέση.
Όμως ακόμα δεν είχε τελειώσει η πτώση. Στον 20ο γύρο ο οδηγός της Ferrari δέχτηκε προσπέραση και από τον Άλμπον, δείχνοντας ότι η Scuderia δεν έχει τον απαιτούμενο ρυθμό ώστε να διατηρηθεί ψηλά στην κατάταξη.
Το απόγευμα στο Mugello θα γινόταν ακόμα χειρότερο για τον Λεκλέρκ, με τον Πέρες να τον προσπερνά στον γύρο 21. Έτσι, μέσα σε τέσσερις γύρους έχασε τέσσερις θέσεις.
Προκειμένου να σταματήσει αυτό το “μαρτύριο” για τον νεαρό οδηγό, στο τέλος του 21ου γύρου η Ferrari τον κάλεσε στα pits, όπου του έβαλε τη σκληρή γόμα για να πάει μέχρι το τέλος. Όμως βγαίνοντας από το pit lane πλέον η SF1000 με τον αριθμό 16 ήταν τελευταία, στη 13η θέση.
Μπορεί οι πρώτες δύο θέσεις να έδειχναν “κλειδωμένες”, όμως στην τρίτη είχαμε έντονη μάχη ανάμεσα στον Στρολ και τον Ρικιάρντο, με τον Γάλλο να αναδεικνύεται νικητής.
Στον γύρο 27 ακούσαμε στο team radio τον Μπότας να εκφράζει ένα ασυνήθιστο αίτημα. Ζήτησε όταν θα γίνει η δική του αλλαγή ελαστικών, να του βάλουν διαφορετική γόμα από εκείνη του Χάμιλτον.
Λίγους γύρους αργότερα τον ακούσαμε να αναφέρει ότι έχει έντονους κραδασμούς λόγω της φθοράς των ελαστικών, έτσι η Mercedes τον κάλεσε για αλλαγή πριν από τον team mate του. Οι πρωταθλητές έχουν έναν άγραφο κανόνα, ο οποίος λέει ότι τα δύο μονοθέσια μπαίνουν για αλλαγή ελαστικών με βάση την κατάταξη που έχουν στον αγώνα, όμως εδώ τον παρέβησαν.
Βλέποντας τον Μπότας να βάζει τη σκληρή γόμα της Pirelli, περιμέναμε να δούμε τον Χάμιλτον να επιλέγει τη μεσαία. Ωστόσο αυτό δε συνέβη, καθώς οι Γερμανοί έβαλαν εν τέλει και στους δύο οδηγούς τα ελαστικά με το λευκό σιρίτι.
Μηδενίζοντας τις όποιες ελπίδες του Μπότας για μάχη με τον Χάμιλτον, ο Φινλανδός έλαβε λίγο αργότερα ένα μήνυμα στο team radio, το οποίο έλεγε ότι έπρεπε να μείνει μακριά από τα kerbs και να εξασφαλίσει ότι το αυτοκίνητο θα φτάσει ακέραιο μέχρι τη σημαία τερματισμού.
Ωστόσο, το δράμα στο Γκραν Πρι Τοσκάνης δεν είχε τελειώσει. Στον γύρο 43 ο Στρολ είχε κλατάρισμα, έχασε τον έλεγχο της RP20 και συγκρούστηκε με τον τοίχο. Αμέσως έκανε την εμφάνιση του το αυτοκίνητο ασφαλείας και δύο γύρους μετά, σε εκείνον με το νούμερο 45, βγήκε κόκκινη σημαία για δεύτερη φορά.
Στις 18:12 οι δώδεκα εναπομείναντες οδηγοί βγήκαν από το pit lane πίσω από το safety car, ώστε να κάνουν ακόμα έναν γύρο σχηματισμού και να στηθούν για τρίτη φορά στη σχάρα εκκίνησης. Η κατάταξη εκείνη τη στιγμή ήταν Χάμιλτον, Μπότας, Ρικιάρντο, Άλμπον, Πέρες, Νόρις, Κβίατ, Λεκλέρκ, Ράσελ, Φέτελ, Ραϊκόνεν και Γκροζάν.
Τα πέντε κόκκινα φώτα άναψαν εκ νέου και όταν έσβησαν ο Χάμιλτον έφυγε με άνεση. Ο Μπότας, όμως δεν έκανε το ίδιο. Αντίθετα, άργησε να ξεκινήσει, με αποτέλεσμα να τον προσπεράσει ο Ρικιάρντο. Ωστόσο, ένα γύρο μετά ο Φινλανδός κατάφερε να βρεθεί εκ νέου στη δεύτερη θέση προσπερνώντας τον Αυστραλό, προσπέραση που έγινε προτού επιτραπεί η χρήση του DRS (οι δύο πρώτοι γύροι μετά την εκκίνηση γίνονται χωρίς να επιτρέπεται η χρήση του συστήματος).
Η μάχη για την τρίτη θέση είχε “ανάψει” εκ νέου. Αυτή τη φορά οι δύο διεκδικητές ήταν οι Ρικιάρντο και Άλμπον, με τον πρώτο να την υπερασπίζεται και τον δεύτερο να την εποφθαλμιά.
Τελικά ο Ταϊλανδός κατάφερε να κάνει την προσπέραση για το πρώτο του βάθρο στον γύρο 51, παίρνοντας μάλιστα την εξωτερική γραμμή στη στροφή 1.
Μετά από όλα τα συμβάντα που προηγήθηκαν, οι τελευταίοι γύροι είχαν λιγοστή δράση, με τον Χάμιλτον να φτάνει σε ακόμα μία νίκη, ο Μπότας να τερματίζει πίσω του και ο Άλμπον να κρατάει την τρίτη θέση. Έτσι, ο Ταϊλανδός γεύτηκε για πρώτη φορά την σαμπάνια.
Ο Ρικιάρντο είδε την καρό σημαία τέταρτος, μπροστά από τον Πέρες. Ο Νόρις έφερε τη McLaren στην έκτη θέση και ο Κβίατ την AlphaTauri στην έβδομη. Η πρώτη δεκάδα συμπληρώθηκε από τους Λεκλέρκ, Ραϊκόνεν και Φέτελ.
Το μόνο θετικό που μπορεί να κρατήσει η ιταλική ομάδα από τον 1.000στό αγώνα της στη Formula 1 είναι ότι οι οδηγοί της κατάφεραν να επιβιώσουν στο χάος που επικράτησε και να τερματίσουν αμφότεροι στους βαθμούς. Κατά τα άλλα ήταν ακόμα ένας αγώνας στον οποίο τα κόκκινα μονοθέσια ανταγωνίζονταν με τις τελευταίες ομάδες του grid. Επιπλέον, αν δε συνέβαιναν όλα τα απρόοπτα που συνέβησαν, τα πιο αισιόδοξα σενάρια ήθελαν μόνο τον έναν από τους δύο οδηγούς να βαθμολογείται.
Όσον αφορά τον Χάμιλτον, η νίκη που πέτυχε ήταν η 90στή της καριέρας του στη Formula 1. Αυτό σημαίνει ότι πλέον απέχει μόνο μία από το απόλυτο ρεκόρ που κατέχει αυτή τη στιγμή ο Μίκαελ Σουμάχερ, με 91 νίκες. Αν υποθέσουμε ότι θα κερδίσει τους επόμενους δύο αγώνες (κάτι που δεν αποκλείεται δεδομένων των φετινών επιδόσεων που έχει τόσο ο ίδιος, όσο και η Mercedes), τότε θα ισοφαρίσει το ρεκόρ του Γερμανού στη Ρωσία και θα τον προσπεράσει στο Νίρμπουργκρινγκ. Ότι θα σπάσει το ρεκόρ μπορεί να θεωρηθεί σίγουρο. Το ζήτημα είναι σε ποιον αγώνα.