Έχοντας απουσιάσει για δύο χρόνια από τη Formula 1, τις χρονιές 2010 και 2011, το 2012 ο Κίμι Ραϊκόνεν επέστρεψε στο άθλημα του οποίου έγινε πρωταθλητής το 2007. Η επιστροφή έγινε με την ομάδα της Lotus η οποία χρησιμοποιούσε κινητήρες Renault, όμως πλέον δεν ήταν εργοστασιακή συμμετοχή καθώς οι Γάλλοι είχαν αποχωρήσει.
Έτσι, από τη μία η διετής απουσία του Φινλανδού και από την άλλη η έλλειψη εργοστασιακής υποστήριξης, δεν άφηναν περιθώρια ώστε οι προσδοκίες να είναι υψηλές. Την άποψη αυτή συμμερίζονταν και οι άνθρωποι της ομάδας, στάση η οποία θα είχε πολύ μεγάλο κόστος στο μέλλον.
Όταν το 2011 οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν την επικείμενη συνεργασία τους και υπέγραψαν τα συμβόλαια, σε αυτά υπήρχε ένας όρος σύμφωνα με τον οποίο ο Ραϊκόνεν θα έπαιρνε 50.000 ευρώ για κάθε βαθμό που θα πετύχαινε. Αυτά τα χρήματα θα ήταν bonus, δηλαδή ένα επιπλέον ποσό, ανεξάρτητα με τον μισθό του.
Αν και ο Ζεράρ Λόπεζ, αφεντικό της Lotus, έβαλε αυτόν τον όρο προκειμένου να δώσει στον Ραϊκόνεν επιπλέον κίνητρο, αποδείχθηκε σχεδόν καταστροφικός για την ομάδα του. Το 2012, πρώτη χρονιά της συνεργασίας τους ο Φινλανδός συγκέντρωσε 207 βαθμούς και πέτυχε μία νίκη, στο Αμπού Ντάμπι. Ακόμα μία νίκη κατέκτησε στον εναρκτήριο αγώνα του 2013 στην Αυστραλία, με το τέλος της χρονιάς να τον βρίσκει στην πέμπτη θέση του πρωταθλήματος, έχοντας συγκομιδή 183 βαθμών.
Συνολικά, στις δύο χρονιές που ο Κίμι αγωνίστηκε για τη Lotus, συγκέντρωσε 390 βαθμούς, οι οποίοι με βάση το συμβόλαιο αντιστοιχούν σε 19,5 εκατομμύρια ευρώ.
Ωστόσο, η Lotus αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και μέχρι λίγους αγώνες πριν ο τέλος του πρωταθλήματος του 2013, ο Ραϊκόνεν δεν είχε πληρωθεί για εκείνη τη σεζόν. Φανερά ενοχλημένος δε συμμετείχε στα δύο τελευταία Γκραν Πρι (Η.Π.Α. και Βραζιλία). Επιπλέον, θέλοντας να αλλάξει ομάδα υπέγραψε διετές συμβόλαιο με τη Ferrari.
Εν τέλει ο Φινλανδός πήρε τόσο το μισθό, όσο και τα μπόνους, όμως έπρεπε να φτάσει ο Δεκέμβριος του 2014 μέχρι να γίνει αυτό.