Ένας βασικός λόγος για τη διαρκή άνοδο στις πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων, είναι ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες προσφέρεται κρατική επιδότηση.
Τι θα συμβεί όμως όταν οι κρατικές επιδοτήσεις σταματήσουν, καθώς όπως είναι λογικό δε μπορούν να δίνονται για πάντα. Την απάντηση στην ερώτηση αυτή μάλλον θα μας τη δώσει το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου ανακοινώθηκε ότι δε θα δοθεί πλέον άλλο κρατικό χρήμα για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Η απόφαση αυτή φαίνεται ότι πάρθηκε ξαφνικά, υπό την πίεση για τη λήψη απαιτούμενων δημοσιοοικονομικών μέτρων στη χώρα.
Το Υπουργείο Οικονομίας και Κλίματος της Γερμανίας, σε Δελτίου Τύπου που δημοσιοποίησε το περασμένο Σάββατο, 16 Δεκεμβρίου, αναφέρει ότι δεν είναι πλέον δυνατή η υποβολή αιτήσεων για επιδότηση έως και 4.500 ευρώ για την αγορά αμιγώς ηλεκτρικού οχήματος. Διευκρινίστηκε όμως οι πληρωμές που έχουν ήδη εγκριθεί θα πραγματοποιηθούν, ενώ οι υπάρχουσες αιτήσεις θα διεκπεραιωθούν κανονικά με σειρά προτεραιότητας, και αν πληρούνται τα απαιτούμενα κριτήρια, θα προχωρήσουν.
Σημειώθηκε επίσης ότι από την έναρξη του εν λόγω προγράμματος το 2016, συνολικά έχουν δοθεί σχεδόν 10 δισεκατομμύρια ευρώ κρατικής επιδότησης για την αγορά 2,1 εκατομμυρίων ηλεκτρικών οχημάτων. Έτσι το Υπουργείο Οικονομίας και Κλίματος της Γερμανίας χαρακτηρίζει το πρόγραμμα πολύ επιτυχημένο και τονίζει ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της ηλεκτροκίνησης, προσθέτοντας ακόμα ότι η κρατική επιδότηση επρόκειτο έτσι και αλλιώς να σταματήσει τη νέα χρονιά.
Ο μακροπρόθεσμος και φιλόδοξος στόχος που έχει τεθεί από την κυβέρνηση είναι μέχρι το 2030 στους δρόμους της Γερμανίας να κυκλοφορούν τουλάχιστον 15 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Οι προβλέψεις όμως δεν τώρα τόσο ευοίωνες, καθώς εκτιμάται ότι η κατάργηση της κρατικής επιδότησης θα οδηγήσει σε μείωση κατά 200.000 μονάδες στις ταξινομήσεις νέων ηλεκτρικών αυτοκινήτων το 2024.
Αναμφισβήτητα οι τιμές των ηλεκτρικών αυτοκινήτων παραμένουν ακόμα υψηλές για το ευρύ κοινό, ενώ ένας ακόμα ανασταλτικός προάγοντας αποτελεί το περιορισμένο δίκτυο δημόσιων σταθμών φόρτισης, αλλά και οι χαμηλές αυτονομίες των μπαταριών.