Δεν έχουν περάσει δύο χρόνια από όταν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κομισιόν και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εξέδωσαν την απόφασή τους σχετικά με τις εκπομπές ρύπων στις χώρες – μέλη. Ωστόσο, υπάρχουν ήδη σκέψεις για περαιτέρω αυστηροποίηση των στόχων.
Η απόφαση που πάρθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 προέβλεπε τη μείωση των εκπεμπόμενων από τα αυτοκίνητα ρύπων μέχρι το 2030 κατά 37.5% σε σχέση με το 2021. Η απόφαση αυτή προέκυψε από ένα σκληρό “μπρα ντε φερ” ανάμεσα σε τρία μέρη. Χώρες με αυτοκινητοβιομηχανίες, με πρώτη τη Γερμανία, ήθελαν η μείωση να περιοριστεί στο 30%. Χώρες με αυξημένα περιβαλλοντικά προγράμματα, όπως η Γαλλία και η Ολλανδία, υποστήριζαν μείωση κατά 35%, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητούσε μείωση κατά 40%
Αν και ο στόχος τέθηκε για το 2030 και ακόμα δεν έχει τελειώσει ούτε καν το 2020, έχουν αρχίσει να ακούγονται κάποιες φωνές ώστε οι παραπάνω στόχοι να γίνουν πιο αυστηροί. Η πρόταση θέλει η μείωση των εκπομπών σε σχέση με το 2021 να φτάσει το 50%.
Αυτό προέκυψε από μία έρευνα η οποία θα δημοσιευτεί την επόμενη εβδομάδα. Σε αυτή το έτος αναφοράς είναι το 1990 και αναλύεται πώς οι εκπομπές μέχρι το 2030 μπορούν να μειωθούν κατά 55% σε σχέση με το πρώτο έτος της δεκαετίας του ‘90. Σύμφωνα με τα νούμερα που αναφέραμε παραπάνω, η μείωση συγκριτικά με το 1990 είναι 40%.
Εκπρόσωπος της Κομισιόν που ρωτήθηκε σχετικά, αρνήθηκε να σχολιάσει.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι αν υπάρξει τέτοια πρόταση, οι αντιδράσεις θα είναι έντονες. Η ένωση γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών, VDA, έχει ανακοινώσει στο παρελθόν ότι θα απορρίψει “αυτόματα” οποιαδήποτε συζήτηση για πιο αυστηρές νόρμες ρύπων.
Αυτό που πρέπει να αναφέρουμε είναι ότι οι κατασκευαστές δυσκολεύονται ακόμα και με τα ισχύοντα όρια. Ενδεικτικά, ο στόχος για το 2020 ήταν ο μέσος όρος των εκπομπών που έχουν τα αυτοκίνητα που πουλάει η κάθε εταιρεία, να μην ξεπεράσει τα 95 γρ./χλμ. Ωστόσο, θα είναι πολύ λίγες οι εταιρείες που θα καταφέρουν κάτι τέτοιο.
Για να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα, μπορούμε να δούμε το μέσο όρο όλων των αυτοκινήτων που πωλούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα στοιχεία αφορούν τα τελευταία 3 χρόνια. Το 2017 οι εκπομπές CO2 διαμορφώθηκαν στα 118.8 γρ./χλμ. Το 2018 η τιμή ανέβηκε στα 120.8 γρ./χλμ. και το 2019 ανέβηκε ακόμα περισσότερο, στα 122.4 γρ./χλμ.
Οι βασικές αιτίες είναι ότι το κοινό, μετά το dieselgate, έχει στραφεί προς τους βενζινοκινητήρες (οι οποίοι εκπέμπουν περισσότερο CO2), και ότι αυξάνονται συνεχώς οι πωλήσεις των crossovers και SUV. Αυτά τα μοντέλα έχουν μεγαλύτερο όγκο και αυξημένη απόσταση από το έδαφος. Έτσι, αυξάνονται οι αεροδυναμικές αντιστάσεις και το βάρος. Κατά συνέπεια χρειάζονται περισσότερο καύσιμο, άρα εκπέμπουν περισσότερους ρύπους.
Το σημαντικότερο εργαλείο που έχουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες για τη μείωση του CO2 είναι τα αμιγώς ηλεκτρικά μοντέλα. Επειδή οι εκπομπές τους είναι μηδενικές, κατεβάζουν σημαντικά το μέσο όρο. Ωστόσο, ακόμα οι πωλήσεις δεν είναι στο επιθυμητό επίπεδο και τα πρόστιμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης “καραδοκούν”. Ο γρίφος που καλούνται να λύσουν οι κατασκευαστές είναι ιδιαίτερα δυσεπίλυτος.
Σίγουρα η μείωση των εκπεμπόμενων ρύπων είναι πολύ σημαντική, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έχουν γίνει ήδη αισθητές, όμως μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι αντοχές των αυτοκινητοβιομηχανιών;
Αυτή τη στιγμή έχουν ήδη δύο ανοιχτά μέτωπα όπου ξοδεύουν τεράστια ποσά. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και την αυτόνομη οδήγηση. Σταδιακά όλοι θα αρχίσουν να δαπανούν και για το υδρογόνο, ενώ στο βάθος υπάρχουν και τα ιπτάμενα αυτοκίνητα.
Θα αντέξουν οι εταιρείες μία περαιτέρω αυστηροποίηση των ορίων για το CO2; Το βρίσκουμε εξαιρετικά δύσκολο. Πρέπει να μειωθούν οι εκπομπές ρύπων; Εννοείται ότι η απάντηση είναι θετική.
Είναι απορίας άξιο πώς θα συνδυαστούν αυτά τα δύο. Εδώ θα είμαστε και θα το παρακολουθούμε μαζί.